Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008


«Ας ανοίξουμε παράθυρα στο σχολείο μας»
του Γεράσιμου Τσιμπλούλη

Ο κόσμος προχωράει με καινούρια δεδομένα, καινούριες δομές και νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Η εκπαίδευση, μέσα στο πλαίσιο της νεωτερικότητας αποκτά καινούριο περιεχόμενο και καλείται να διαμορφώσει αντιλήψεις και πρότυπα, στάσεις και συμπεριφορές, όπου θα οδηγούν στην αποδοχή της διαφορετικότητας, στη συνύπαρξη με τον άλλο, στην αειφορική διαχείριση των φυσικών πόρων για μια βιώσιμη ανάπτυξη.
Παγκοσμιοποίηση
Σε σύγκριση με άλλες εποχές, η νεωτερική εποχή που βιώνουμε, χαρακτηρίζεται από την προοδευτική παγκοσμιοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων. Ο δυτικός πολιτισμός που τροφοδοτείται από μια τρομακτική αλαζονεία προσπαθεί να επιφέρει την ενοποίηση του κόσμου και την σύμπτυξη των ιστορικών κοινωνιών και πολιτισμών που παλαιότερα ήταν διακριτοί.
Ο Γκίντενς και ο Χάρβεϊ είναι δύο σημαντικοί συγγραφείς που συνέβαλαν αποφασιστικά στη θεωρητική έκφραση της παγκοσμιοποίησης. Ο Γκίντενς θεωρεί την παγκοσμιοποίηση ως μία από τις πιο ορατές συνέπειες της νεωτερικότητας. Τονίζει πως η εξέλιξη από τα παγκόσμια επικοινωνιακά δίκτυα και σύνθετα συστήματα παραγωγής και ανταλλαγής πληροφοριών ελαχιστοποιεί τον έλεγχο των τοπικών συνθηκών στη ζωή του ανθρώπου. Όλο και μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων ζει σε συνθήκες όπου οι βασικές πλευρές της καθημερινότητας οργανώνονται από διαζευκτικούς θεσμούς που συνδέουν τον τοπικό πρακτικό βίο με τις παγκοσμιοποιημένες κοινωνικές σχέσεις. Στο σήμερα οι σχέσεις μας δεν εξαρτώνται από την ταυτόχρονη φυσική μας παρουσία σε έναν τόπο, καθώς οι δομές και οι θεσμοί των κοινωνιών ευνοούν και διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ ατόμων που τους χωρίζει η απόσταση για να συναντηθούν πρόσωπο με πρόσωπο.
Σύμφωνα με τον Χάρβεϊ το «παγκόσμιο χωριό» του σήμερα δεν είναι προϊόν μιας ομαλής γραμμικής λειτουργίας συμπύκνωσης του χώρου και του χρόνου, αλλά μάλλον προκύπτει από μια ασυνεχή ιστορική διαδικασία, μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από διακριτές φάσεις ή εξάρσεις έντονης συμπύκνωσης του χώρου και του χρόνου. Ο επιταχυνόμενος ρυθμός των αλλαγών μοιάζει να έχει γίνει ένα «κανονιστικό» χαρακτηριστικό της κοινωνικής μας ζωής. Μόλις εμφανίζονται νέα προϊόντα, νέες μόδες, σχεδόν αμέσως και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα ξεπερνιούνται.
Γίνεται λοιπόν εμφανές πως ο λόγος για την παγκοσμιοποίηση είναι αρκετά σύνθετος, όπου αναδύεται μια αίσθηση πολυπλοκότητας και αμφιλογίας. Αρκετές είναι οι δυαδικές αντιθέσεις ή δυϊσμοί που αναγνωρίζονται στη διαλεκτική της παγκοσμιοποίησης. Για παράδειγμα από τη μια επιφέρει μια ομοιότητα στην εξωτερική εμφάνιση, τις καταναλωτικές τάσεις και στους θεσμούς της σύγχρονης κοινωνικής ζωής και από την άλλη ενθαρρύνει την αναβίωση του εθνικισμού και των εθνικών ταυτοτήτων. Δημιουργεί υπερεθνικές επιχειρήσεις, διεθνή συνδικάτα και παράλληλα διαιρεί και τεμαχίζει τις κοινότητες μέσα και έξω από τα όρια του παραδοσιακού εθνικού κράτους. Οι εθνικές, φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις γίνονται οξύτερες όταν οι «άλλοι» έρχονται πιο κοντά μας.
Ο «Άλλος»
Ποιος είμαι «εγώ» και ποιος είναι ο «άλλος»; Μια ματιά να ρίξουμε στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη και θα δούμε καινούριες μορφές νομάδων, πληθυσμών που μετακινούνται με ή χωρίς τη θέλησή τους από τόπο σε τόπο, από χώρα σε χώρα για να βρουν τροφή, στέγη, ασφάλεια, να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο αύριο. Μακριά από τον τόπο τους οι μετανάστες στις χώρες υποδοχής διστάζουν και διχάζονται ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο, στο γνώριμο και στο άγνωστο, βιώνοντας καταστάσεις αποδοχής και απόρριψης και συνάπτοντας σχέσεις έντονες, μεταβλητές και αμφίσημες.
Διακρίσεις ανάμεσα στο «εμείς» και στο «άλλοι» παρατηρούνται σε όλες τις κοινωνίες και εποχές, συνοδευόμενες από συγκαλυμμένες ή απροκάλυπτες εκδηλώσεις δυσπιστίας, ανταγωνισμού, μισαλλοδοξίας ή αντίθετα θαυμασμού και αποδοχής. Στις αστικές συνθήκες της νεοελληνικής κοινωνίας η συνάντηση με τον «Άλλο» υπαγορεύεται μέσα από στερεότυπα που παρεμποδίζουν την επικοινωνία, τη συνεργασία, το σεβασμό, την αγάπη. Οι στρατηγικές της άρνησης δίνουν έμφαση στις διαφορές και οδηγούν σε μια ναρκισσιστική σχέση με τον Εαυτό που εγκλωβίζεται μέσα στις δικές του αντιλήψεις και στα δικά του όρια. Μέσα από το πρίσμα του εθνοκεντρισμού ερμηνεύουμε δυστυχώς τις περισσότερες φορές τη στάση μας απέναντι στον «Άλλο».
Τα Μ.Μ.Ε παρουσίασαν ιδιαίτερα σε κάποιες περιόδους, όπως από τα τέλη του 1997 έως και το καλοκαίρι του 1998, ορισμένες εθνοτικές ή εθνικές ομάδες ως κακοποιούς ή γενικά ως τους βασικούς υπεύθυνους για την αύξηση της εγκληματικότητας στη χώρα μας. Η ετικέτα του εγκληματία και η κατασκευή αντίστοιχων στερεότυπων για αυτές τις ομάδες μέσα από τα δημοσιεύματα πέρασαν σε μας, στα παιδιά μας, στους μαθητές μας. Κοινωνικά στερεότυπα που δύσκολα ανατρέπονται μέχρι σήμερα.
Το 2003 σε μαθητές της Ε’ τάξης του 6ου Δημοτικού Σχολείου Ν. Ιωνίας-Βόλου χρησιμοποιώντας ως μέσο και εργαλείο τη συνέντευξη μιας μετανάστριας Αλβανίδας μαθήτριας, τέθηκε ως στόχος η αναθεώρηση της στερεότυπης εικόνας που έχουν οι μαθητές για τους Αλβανούς. Πριν να δοθεί η συνέντευξη-διδακτικό υλικό κλήθηκαν οι μαθητές να γράψουν έως πέντε λέξεις που χαρακτηρίζουν τον Αλβανό μετανάστη. Στη συνέχεια έγινε ομαδοποίηση των λέξεων-χαρακτηρισμών και ζητήθηκε οι μαθητές να υποστηρίξουν τα λεγόμενα τους. Το 33% των μαθητών δίνει τον χαρακτηρισμό του κλέφτη, 17% του βάρβαρου και του φτωχού, 13% του ζητιάνου και ακολουθούν με 4% του κακού, του δούλου, του μαλθακού, του ναρκομανή και του δολοφόνου.
Μετά ακολούθησε η παρουσίαση της συνέντευξης. Πρώτα ακούστηκαν κάποια αποσπάσματά της και στη συνέχεια δόθηκε προς ανάγνωση-μελέτη απομαγνητοφωνημένη. Σε ομάδες οι μαθητές επεξεργάστηκαν κάποιες από τις θεματικές ενότητες υποβοηθούμενοι από έναν οδηγό ερωτήσεων π.χ ενότητα της συνέντευξης «μαθαίνοντας ελληνικά» α) Πώς έμαθε η Δώρα ελληνικά; β) Ποιες δυσκολίες νομίζεις πως αντιμετώπισε; γ) Εάν ήσουν Υπουργός Παιδείας, τι μέτρα θα έπαιρνες για την εκπαίδευση των Αλβανών μεταναστών; δ) Γνωρίζεις τον όρο «διαπολιτισμικό σχολείο»; ε) Η Δώρα πρέπει να διδαχτεί τη μητρική της γλώσσα ή όχι και γιατί;
Οι μαθητές κατέγραψαν τις σκέψεις τους και τις ανακοίνωσαν στην τάξη. Επανήλθαμε στις αρχικές λέξεις –χαρακτηρισμούς του Αλβανού μετανάστη και συζητήσαμε αν κάποιες από αυτές θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Ως εμπέδωση της εκπαιδευτικής παρέμβασης οι μαθητές με βάση τη συζήτηση που έγινε και τη συνέντευξη της Αλβανίδας μαθήτριας έγραψαν ένα κείμενο με τον τίτλο «Ο Αλβανός μετανάστης». Επίλογος αυτής της παρουσίασης τα λόγια ενός μαθητή « Ο Αλβανός είναι άνθρωπος σαν κι εμάς και διαφέρει σε πράγματα που δεν είναι τόσο σημαντικά, ώστε να μην τον κάνουμε παρέα».[1]
Το Σχολείο λοιπόν καλείται να μεταμορφωθεί και το μάθημα να ξεφύγει από τα βιβλία, τα τετράδια και τα θρανία. Να χαθούν οι τοίχοι της αίθουσας, η καθημερινή μιζέρια και το άγχος της ύλης. Μια ζεστή επικοινωνία ματιών, στην ατμόσφαιρα μιας φωνής, να μιλά για πράγματα αγαπημένα, για λάθη και ευαισθησίες, για όνειρα και προσδοκίες, για πόνο και κατακτήσεις. Μια ζεστή αγκαλιά η τάξη που να χωρά όλους που γεύονται τους καρπούς της ελληνικής παιδείας.

Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ-Εκπαίδευση και Πολιτισμός
Το πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ-Εκπαίδευση και Πολιτισμός, που ξεκίνησε πιλοτικά την εφαρμογή του το 1996, υπήρξε μια πρώτη όαση στο δασκαλοκεντρικό και βιβλιοκεντρικό εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ήταν μια δικαίωση στη δουλειά, στις ανησυχίες και τον κόπο μαχόμενων εκπαιδευτικών, που μόνοι μέσα στη σκόνη της κιμωλίας και στο θόρυβο της απομόνωσης, προσπαθούσαν να ανοίξουν «παράθυρα» στο σχολείο και να στηρίξουν το παιδαγωγικό τους έργο με την Τέχνη και τον Πολιτισμό.
Όλοι νομίζω αντιλαμβανόμαστε πως η επιβίωση του Ελληνισμού περνά μέσα από τον πολιτισμό μας, που δε θα στηρίζεται σε μια προγονολατρεία αλλά σε μια δυναμική που φιλοδοξεί να αποκαταστήσει την αυθεντική επικοινωνία του μαθητή με το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό του περιβάλλον. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η διδασκόμενη ύλη δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως πληροφορία αλλά ως καταγραμμένη ανθρώπινη εμπειρία και ως ερέθισμα συναισθημάτων και συγκινήσεων. Το σχολείο δεν πληροφορεί και δεν καταρτίζει μόνο, αλλά οδηγεί σε μια γνωστική και συναισθηματική σχέση που αξιοποιεί τη φυσική περιέργεια του παιδιού και οδηγεί σε μια επικοινωνία και έναν διάλογο της κάθε προσωπικότητας με τον εαυτό της, με τους άλλους, με το χθες, το σήμερα και το αύριο, με τις αξίες και τις ιδέες.
Κι αυτή η επικοινωνία έδωσε χρώμα στη μονοτονία, ήχο γλυκό στο θόρυβο, κίνηση στην ακινησία και απογείωσε το Σχολείο. Τα θρανία μπήκαν στην άκρη και το κόκκινο με το κίτρινο, το πράσινο με το μπλε έστησαν το σκηνικό και οι νότες της μουσικής ήρθαν για να μεταμορφώσουν το Σωτήρη σε υπνοβάτη, τη Μαρία σε ήλιο, το Γιάννη σε σύννεφο, την Αριάδνη σε πεταλούδα…και όλοι μαζί γίναμε μια παρέα που έμαθε να συνεργάζεται, να ελευθερώνεται από αναστολές, να εκφράζεται, να συνθέτει ιστορίες, να περνάει καλά.
Το ΜΕΛΙΝΑ υπήρξε το πρόγραμμα όπου οι Τέχνες της Μουσικής, του Θεάτρου, του Χορού, της Κίνησης, των Εικαστικών και της Οπτικοακουστικής Έκφρασης έγιναν το μέσο για να επιτευχθεί μια ισόρροπη ανάπτυξη ανάμεσα στο γνωστικό, συναισθηματικό και ψυχοκινητικό τομέα της ανθρώπινης προσωπικότητας του κάθε μαθητή.
Η Μουσική έθεσε ως στόχο να καλλιεργήσει την ακουστική ευαισθησία των μαθητών μέσα από το ρυθμό, την αρμονία και την μελωδία και να τα φέρει σε επαφή με τους μουσικούς θησαυρούς του τόπου μας, της παράδοσής μας και των άλλων λαών, ώστε πέρα από την αισθητική συγκίνηση η μουσική να γίνει δίαυλος επικοινωνίας και έκφρασης.
Τα Εικαστικά έφεραν τα παιδιά σε επαφή με έργα σημαντικών ζωγράφων. Τους δόθηκε η ευκαιρία να απολαύσουν τα χρώματα, τα σχήματα και τις ιδιότητες των πραγμάτων. Πινέλα και χρώματα έδωσαν τη δυνατότητα με ευχάριστο τρόπο οι μαθητές να γίνουν μικροί δημιουργοί.
Το Θεατρικό Παιχνίδι έφερε το σχολείο σε μια πρώτη επαφή με το θέατρο και το θέαμα. Η στείρα απομνημόνευση θεατρικών ρόλων μέσα από ένα παθητικό, στερεότυπο δασκαλοκεντρικό τρόπο διδασκαλίας μετατράπηκε σε ζωντανή ευχάριστη παιδαγωγούσα διδασκαλία. Το Θεατρικό Παιχνίδι μέσα από ευκαιρίες που έδινε κυρίως το μάθημα της Γλώσσας βοήθησε τους μαθητές να αναπτύσσονται γλωσσικά και να κατανοούν καλύτερα τα κείμενα και τους διάφορους χαρακτήρες που παρουσιάζονταν σ’ αυτά.
Η Οπτικοακουστική Έκφραση ήρθε για να σπάσει τις συμβατικές οριοθετήσεις των Τεχνών. Ο ρυθμός, η αρμονία, η ισορροπία, είναι παράμετροι που συναντάμε τόσο στο χορό όσο και στον κινηματογράφο, στη μουσική, στη ζωγραφική και στο θέατρο. Μια φωτογραφία που τραβήχτηκε από τους μαθητές μας ή ένας ήχος που καταγράφτηκε με το δημοσιογραφικό κασετόφωνο του σχολείου μας έγινε αφορμή για μια εικαστική δημιουργία, για μια σύνθεση με άλλους ήχους, για ένα καινούριο αισθητικό αποτέλεσμα. Συγχρόνως όμως η χρήση των οπτικοακουστικών μέσων δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας πιο νηφάλιας αντιμετώπισης των προσφερόμενων προς κατανάλωση οπτικοακουστικών προϊόντων.
Ο Χορός και η Κίνηση ήρθαν για να συμφιλιώσουν το σώμα μας με τους φυσικούς νόμους, να ανακαλύψουμε το αυτονόητο, πως ο χορός είναι μια επικοινωνία με τη γλώσσα του σώματος μέσα στο ρυθμό της αναπνοής και των παλμών της καρδιάς. Η φράση «σήκω να χορέψεις» μας καλεί να συμμετέχουμε σε μια τελετή που ενώνει τον έναν με τον άλλο, γίνεται σημαντική εμπειρία, σχέση ανάμεσα στη μουσική και στη χειρονομία, σχέση ανάμεσα στο χρόνο και στο χώρο, ανάμεσα σε σένα και σε μένα.
Μέσα από το πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ η διδακτική πράξη οριοθετήθηκε ως κρίσιμο πολιτισμικό γεγονός της ζωής κάθε ανθρώπου, ιδιαίτερα ενός μικρού παιδιού. Ενώθηκαν οι δυνάμεις των εκπαιδευτικών με αυτές των καλλιτεχνών, των μουσειοπαιδαγωγών, των αρχαιολόγων, των συγγραφέων, των απλών ανθρώπων για να φέρουν το Σχολείο στην κατεύθυνση της ποιοτικής αναβάθμισης και να το ανοίξουν στην κοινωνία.
Το παιδαγωγικό υλικό και τα εκπαιδευτικά προγράμματα που σχεδιάστηκαν στα πλαίσια του προγράμματος ΜΕΛΙΝΑ αποτελούν μια μακροπρόθεσμη επένδυση για την ελληνική εκπαίδευση.
«Η Τέχνη να διδάσκεις,
να ξεναγείς στο χώρο και στο χρόνο,
να αφουγκράζεσαι, να τραγουδάς, να χορεύεις και να παίζεις
διαβαίνοντας νοερά
το μεγάλο ταξίδι της ζωής, της ανθρώπινης σκέψης,
του παγκόσμιου πολιτισμού,
αναζητώντας
σε χαρούμενα μάτια ενηλίκων
τη λύτρωση
του «…ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα»,
είναι
η βαθύτερη ουσία της περιπέτειας που λέγεται
Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ-Εκπαίδευση και Πολιτισμός.»[2]
Αυτή η περιπέτεια κράτησε μέχρι το 2002, δυστυχώς χωρίς συνέχεια…χωρίς μέλλον. Τυχεροί όσοι εμπλακήκαμε σ’ αυτή την περιπέτεια, που στάθηκε ορόσημο στην εκπαιδευτική μας διαδρομή.

Ευέλικτη Ζώνη
Η Ευέλικτη Ζώνη αποτέλεσε μια καινοτομία του ΥΠΕΠΘ που βασίστηκε στη διαθεματική προσέγγιση της γνώσης, την ομαδοσυνεργατική διδασκαλία και την ανάπτυξη σχεδίων εργασίας. Ξεκίνησε πιλοτικά το σχολικό έτος 2001-02 ως μια φιλόδοξη παρέμβαση αλλαγής στο σχολικό μας σύστημα. Όλοι όσοι νιώθαμε πως το αναλυτικό πρόγραμμα μας πίεζε, μας άγχωνε, μας οδηγούσε σε μια ομοιομορφία και αναπαραγωγή του παραδοσιακού σχολείου, όπου οι μαθητές πάνε και φέρνουν φωτοτυπίες εργασιών, αισθανθήκαμε πως ο χρόνος που μας δίδεται στα πλαίσια της Ευέλικτης Ζώνης, γίνεται παράθυρο ανοιχτό στην επικοινωνία του σχολείου με την κοινότητα. Επιτέλους μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε τα ενδιαφέροντα των μαθητών μας, να ενεργοποιήσουμε τα κίνητρά τους και την κριτική τους σκέψη, να δώσουμε νέα δημιουργική πνοή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ο χρόνος ήταν με το μέρος μας και στις «αποσκευές» ορισμένων υπήρχε η εμπειρία του προγράμματος ΜΕΛΙΝΑ.
Το τελευταίο διάστημα όμως η Ευέλικτη Ζώνη αντί να συμβάλλει στην επιδιωκόμενη ενίσχυση του σχολικού παιδαγωγικού περιβάλλοντος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτιστικού ρόλου του σχολείου, έγινε σημείο τριβής και αντιπαράθεσης Υπουργείου και εκπαιδευτικών. Ποιοι ευθύνονται; Το ΥΠΕΠΘ που προχώρησε στην υποχρεωτική εφαρμογή της σε όλη την Επικράτεια; Το ανώτατο συνδικαλιστικό μας όργανο που κατά την περίοδο της πιλοτικής εφαρμογής δεν παρουσίασε τις δικές του θέσεις και αντιρρήσεις; Ή μήπως ο καθένας από μας που δεν μπήκε στον κόπο να πειραματιστεί; Ποιος αλήθεια φταίει; Μα ποιος είναι αυτός που τελικά εισπράττει «τα κακώς κείμενα» στο χώρο της παιδείας; Είναι δύσκολο να αλλάξουμε τη ρότα σ’ αυτό που πιστεύουμε ό,τι το κάνουμε καλά. Είναι όμως και τραγικό να απορρίπτουμε τα νέα δεδομένα που προκύπτουν στο χώρο της Παιδαγωγικής και της Διδακτικής.
Η Ευέλικτη Ζώνη δεν προτείνεται, ως πανάκεια για την αντιμετώπιση κάθε εκπαιδευτικού προβλήματος, δίνει όμως τη δυνατότητα σε πολλά και αξιόλογα προγράμματα όπως του ΜΕΛΙΝΑ, της Αγωγής Υγείας, των Πολιτιστικών, της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης να βρουν χώρο στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Η αρχή της ελεύθερης συλλογικότητας, της ποικιλίας και του πλουραλισμού ας παραμερίσουν τη μονομέρεια, την ομοιομορφία, την ανελαστικότητα και τον πολυκερματισμό του σχολείου μας.

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση
Η υλοποίηση προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης υπήρξε εδώ και μια εικοσαετία για πολλούς εξ ημών μια διέξοδος στα αδιέξοδα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ένα ανοιχτό παράθυρο του σχολείου μας στην κοινωνία. Κάτω από την πίεση του χρόνου και παραβιάζοντας αρκετές φορές το αναλυτικό πρόγραμμα καταφέραμε να βγάλουμε τους μαθητές μας έξω από τους τοίχους του σχολείου, να σπάσουμε τη ρουτίνα της καθημερινότητας που υπαγορεύονταν από την πρωτοκαθεδρία της Γλώσσα και των Μαθηματικών. Συνεργαστήκαμε, ανακαλύψαμε, βιώσαμε, μάθαμε, συγκινηθήκαμε και προβληματιστήκαμε…
Η φύση και ο άνθρωπος καθώς και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους αποτέλεσε και αποτελεί πεδίο έρευνας. Οι φυσιοκρατικές θεωρίες ξεκινούν από την αντίληψη του 18ου αιώνα πως ο άνθρωπος υπακούει στους φυσικούς νόμους σε αντίθεση με τις παραδοσιακές ιδέες και αντιλήψεις της θείας πρόνοιας και καταγωγής. Η πιο διαδεδομένη θεωρία είναι αυτή που αποδίδει τα φυσικά και κοινωνικά γνωρίσματα του ανθρώπου στο γεωγραφικό παράγοντα. Η ανθρωπογεωγραφία τόνισε τη στενή εξάρτηση του ανθρώπου και του κράτους από το έδαφος. Σήμερα η γαλλική σχολή του Braudel συνεχίζει τη μελέτη της αλληλεξάρτησης της κουλτούρας με το περιβάλλον.
Σε αντιδιαστολή με την ανθρωπογεωγραφία και κάτω από την επίδραση του νεοθετικισμού έχει περάσει η αντίληψη της «φυσικής» γεωγραφίας που αναπτύσσεται με δύο αντιθετικές απόψεις: Η πρώτη παρουσιάζει τη φύση ως μία αδρανή μάζα που άνθρωπος χειρίζεται και εκμεταλλεύεται σύμφωνα με το δικό του συμφέρον. Η θεώρηση αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους τεχνοκράτες με συνεπακόλουθο τα τεράστια περιβαλλοντικά προβλήματα και την οικολογική κρίση. Η δεύτερη άποψη θεωρεί τη φύση κυρίαρχο και καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση του πολιτισμού.
Σήμερα στις κοινωνικές επιστήμες τείνει να επικρατήσει η αντίληψη πως η φύση δεν είναι μια αιώνια και αναλλοίωτη ουσία έξω από την ανθρώπινη κοινωνία. Ιδιαίτερα η Κοινωνική Ανθρωπολογία προωθεί μια διαλεκτική αντίληψη για τη σχέση φύσης και πολιτισμού. Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης και η εξέλιξη του πραγματοποιείται διαμέσου των αντενεργειών του με αυτήν. «Η κοινωνικοποίηση της φύσης και ο συνεχής διάλογος με τον πολιτισμό επηρεάζουν τις ίδιες τις λειτουργίες της»[3]. Στη φύση λοιπόν είναι ενσωματωμένη η ιστορία της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση για πολλούς στη χώρα μας στοχεύει στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για τα μείζονα περιβαλλοντικά προβλήματα καθώς και στη διαμόρφωση στάσεων και αξιών για την προστασία και την αειφορική διαχείριση του περιβάλλοντος. Το τελευταίο καιρό παρατηρείται μια μετατόπιση από την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στον όρο Αειφορική Ανάπτυξη.
Πέρα από όποιες θεωρητικές προσεγγίσεις για την Π.Ε, η θεματολογία των περισσοτέρων προγραμμάτων που υλοποιούνται κάθε χρόνο, αναδεικνύει πως η Π.Ε παρά τον επαναπροσδιορισμό της να ενταχθεί στη γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα, παραμένει στην ευαισθητοποίηση και επίλυση προβλημάτων περιβαλλοντικής φύσης. Μέσα σ’ αυτή τη λογική ένα πρόγραμμα που έχει ως πεδίο δράσης ένα μουσείο μπορεί να θεωρηθεί ως πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης;

Μια μέρα στο Μουσείο του Θεόφιλου
Το πρόγραμμα «Μια μέρα στο Μουσείο του Θεόφιλου-οικία Κοντού» στην Ανακασιά του Πηλίου που υλοποιεί το Κ.Π.Ε Μακρινίτσας έρχεται να δώσει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα ανατρέποντας τα στερεότυπα της Περιβαλλοντικής .Εκπαίδευσης που περιορίζεται στο πράσινο = δάσος, στο γαλάζιο = νερό και στο μαύρο = ρύπανση + σκουπίδια.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σαφής μετατόπιση του κέντρου βάρους των μουσειακών λειτουργιών από αυτές που ασχολούνται με τα αντικείμενα, σε αυτές που αφορούν την επικοινωνία του μουσείου με το κοινό. Κάθε μουσειακό αντικείμενο αποκτά πολυσήμαντο χαρακτήρα και αξία μέσα από τη διαδικασία της ερμηνευτικής του προσέγγισης. Από την οπτική γωνία που θα το δούμε ένα αντικείμενο μπορεί παράλληλα να παρουσιαστεί ως χρηστικό αντικείμενο, ως έργο τέχνης, ως σύμβολο αξιών, ως πομπός ιδεολογικών και κοινωνικών μηνυμάτων.
Το μουσείο ως χώρος διατήρησης της συλλογικής μνήμης και ιστορίας μέσα από τα υλικά τεκμήρια δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές-επισκέπτες να ανιχνεύσουν και να μελετήσουν πολιτιστικές ιδέες και αρχές, κοινωνικές αλλαγές, σχέσεις ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Επίσης ως χώρος μάθησης αντισταθμίζει ελλείμματα της σχολικής εμπειρίας.
Το μουσείο παύει να είναι ένας μουντός χώρος που τον προσπερνάς στα γρήγορα αλλά μετατρέπεται σε πεδίο δράσης και έρευνας, σε χώρο που μπορείς να νιώσεις χαρά και συγκίνηση.
Η επίσκεψη μας στο μουσείο του Θεόφιλου στην Ανακασιά του Πηλίου, μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε πολλαπλές αναγνώσεις στο ζωγραφικό έργο που στολίζει τη σάλα του αρχοντικού.
Από την οπτική της Π.Ε, ανακαλύπτουμε πως το τοπικό φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το ζωγράφο. Κάνοντας επίσης αναφορά στον τρόπο κατασκευής των πινέλων και των χρωμάτων βλέπουμε τη στενή σχέση φύσης και λαϊκού δημιουργού. Η φύση δίνει τις πρώτες της ύλες, τα αρχέγονα ερεθίσματα και ο Θεόφιλος τα μετουσιώνει σ’ ένα αιώνιο έργο κατάθεση ψυχής.
Το ζωγραφικό έργο του Θεόφιλου μας δίνει το έναυσμα για υλοποίηση προγραμμάτων και δράσεων έξω από τη σχολική ύλη. Το τετράδιο «Θεόφιλος Χατζημιχαήλ-η γνωριμία με το έργο του είναι ένα παράθυρο στη φύση», έκδοση του Κ.Π.Ε Μακρινίτσας μπορεί να γίνει ένα εργαλείο για μαθητές και εκπαιδευτικούς, που θα τους βοηθήσει τόσο κατά την επίσκεψή τους στο μουσείο, όσο και μετά από αυτή αν θα θελήσουν να προχωρήσουν στα μονοπάτια της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και όχι μόνο. Ο εκπαιδευτικός ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και το επίπεδο των μαθητών του, επιλέγει ποιες δραστηριότητες μπορούν να γίνουν, μιας και το τετράδιο εργασίας απευθύνεται σε μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού και του γυμνασίου. Ο μαθητής καλείται να κάνει αντιστοιχίσεις, να αναγνωρίσει έργα του Θεόφιλου, να φτιάξει κείμενα, να κάνει μικρές έρευνες που οδηγούν στο στήσιμο προγραμμάτων Π.Ε, Αγωγής Υγείας και Πολιτισμού, να επιχρωματίσει, να εκφράσει με χρώμα τα συναισθήματά του, να κάνει με εικαστικούς όρους τη δική του κριτική για τις ζωγραφιές.
Ξεχωριστή είναι η άσκηση της σελίδας 12 που σχεδιάστηκε για αριστερόχειρες μαθητές, όπου πρέπει να συμπληρώσουν το άλλο μισό μιας ζωγραφιάς που χαρακτηρίζεται για την συμμετρία της. Καλούνται όμως να δοκιμάσουν και οι δεξιόχειρες σε κάτι που σίγουρα θα τους δυσκολέψει. Είναι μια πρώτη αφορμή για την κατανόηση της διαφορετικότητας. Δυστυχώς βιώνουμε καταστάσεις απόρριψης και μη ενσωμάτωσης στη σχολική οικογένεια μαθητών που διαφέρουν από το γενικό σύνολο.
Θα καταφέρουμε να αλλάξουμε το κλίμα της τάξης, του σχολείου, της εκπαίδευσης, αν γίνουμε έμποροι ονείρων από έμποροι πραγμάτων, για να έχουμε σχέσεις με ανθρώπους αντί να έχουμε σχέσεις με τα πράγματα.
Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, η Αγωγή Υγείας και ο Πολιτισμός μπορούν να γίνουν εργαλεία, μέσα σε ένα πλαίσιο όπου η διδασκόμενη ύλη δεν αντιμετωπίζεται ως πληροφορία αλλά ως καταγραμμένη ανθρώπινη εμπειρία, ως ερέθισμα συγκινήσεων και η μετωπική διδασκαλία μετατρέπεται σε μία διαδικασία επικοινωνιακή. Η σχέση δασκάλου μαθητή γίνεται σχέση συναισθηματική. Η γνώση, το βίωμα και το συναίσθημα πάνε αντάμα. Ας ανοίξουμε παράθυρα στο σχολείο μας!

[1] Το πρόγραμμα αυτό «Ο Αλβανός μετανάστης» παρουσιάστηκε στο συνέδριο «Εκπαιδευτικοί μιλούν σε εκπαιδευτικούς για τις εμπειρίες τους» που οργάνωσε το τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου τον Ιούνιο του 2002 και είχε την επιστημονική στήριξη από την αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν.
[2] Νίκος Παϊζης –Συντονιστής Κεντρικής Επιτροπής Συντονισμού Προγράμματος ΜΕΛΙΝΑ

[3] Νιτσιάκος 1991:15

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση στο 1ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο που πραγματοποίησε η Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης Ηπείρου, στα Ιωάννινα 12-14/5/2006